κραυγαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κραυγαλέος η κραυγαλέα το κραυγαλέο
      γενική του κραυγαλέου της κραυγαλέας του κραυγαλέου
    αιτιατική τον κραυγαλέο την κραυγαλέα το κραυγαλέο
     κλητική κραυγαλέε κραυγαλέα κραυγαλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κραυγαλέοι οι κραυγαλέες τα κραυγαλέα
      γενική των κραυγαλέων των κραυγαλέων των κραυγαλέων
    αιτιατική τους κραυγαλέους τις κραυγαλέες τα κραυγαλέα
     κλητική κραυγαλέοι κραυγαλέες κραυγαλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κραυγαλέος < κραυγή + -αλέος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kra.vɣaˈle.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κραυ‐γα‐λέ‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

κραυγαλέος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]