λαοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]λαοκρατικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από το ότι την εξουσία την έχει ο λαός, σχετικός με τη λαοκρατία
- επιθετικός προσδιορισμός που αποτελεί μέρος της επίσημης ονομασίας σοσιαλιστικών κρατών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαοκρατικός
|