λούτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λούτος | η | λούτα | το | λούτο |
γενική | του | λούτου | της | λούτας | του | λούτου |
αιτιατική | τον | λούτο | τη | λούτα | το | λούτο |
κλητική | λούτε | λούτα | λούτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λούτοι | οι | λούτες | τα | λούτα |
γενική | των | λούτων | των | λούτων | των | λούτων |
αιτιατική | τους | λούτους | τις | λούτες | τα | λούτα |
κλητική | λούτοι | λούτες | λούτα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούτος < ιταλική luttus < λατινική luctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος lugeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewǵ-
Επίθετο[επεξεργασία]
λούτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λούτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)