μεγαλόκερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόκερος η μεγαλόκερη το μεγαλόκερο
      γενική του μεγαλόκερου της μεγαλόκερης του μεγαλόκερου
    αιτιατική τον μεγαλόκερο τη μεγαλόκερη το μεγαλόκερο
     κλητική μεγαλόκερε μεγαλόκερη μεγαλόκερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόκεροι οι μεγαλόκερες τα μεγαλόκερα
      γενική των μεγαλόκερων των μεγαλόκερων των μεγαλόκερων
    αιτιατική τους μεγαλόκερους τις μεγαλόκερες τα μεγαλόκερα
     κλητική μεγαλόκεροι μεγαλόκερες μεγαλόκερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλόκερος < μεσαιωνική ελληνική μεγαλόκερος < ελληνιστική κοινή μεγαλόκερως < μέγας + κέρας

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλόκερος

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλόκερος οι μεγαλόκεροι
      γενική του μεγαλόκερου
μεγαλοκέρου
των μεγαλόκερων
μεγαλοκέρων
    αιτιατική τον μεγαλόκερο τους μεγαλόκερους
μεγαλοκέρους
     κλητική μεγαλόκερε μεγαλόκεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαλόκερος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Megaloceros στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]