μεσόκυρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσόκυρτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mesokurtic < αρχαία ελληνική μέσος + κυρτός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσόκυρτος, -η, -ο
- (στατιστική) που η καμπύλη του παρουσιάζει μεσοκύρτωαη, που η κύρτωσή του είναι ίδια με αυτή μιας κανονικής κατανομής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσόκυρτος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στατιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)