μεταγραφειοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγραφειοκρατικός < μετα- + γραφειοκρατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική post-bureaucratic)
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταγραφειοκρατικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με σύστημα διοίκησης που θα προκύψει από τον περιορισμό ή την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Δεδομένης της κρίσιμης για την Ελλάδα ιστορικής συγκυρίας με την ανάμιξη παγκόσμιων παικτών-Δ.Ν.Τ.-Ε.Ε.- στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα και της επικρινόμενης από διεθνή και εγχώρια μέσα καταφανούς αναποτελεσματικότητας του διοικητικού μηχανισμού του ελληνικού κράτους επελέγη ως θεματικό αντικείμενο της παρούσης εργασίας η εμβάθυνση στις έννοιες της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της μέτρησης σύμφωνα με τις αρχές του Νέου Δημόσιου Management. Επιπρόσθετα, παρουσιάζεται η ιστορική διαδρομή από το γραφειοκρατικό κράτος στο μεταγραφειοκρατικό που δίνει έμφαση στα αποτελέσματα. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταγραφειοκρατικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)