μικροθρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μικροθρεπτικός (νεολογισμός) < μικρο- + θρεπτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]μικροθρεπτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, βιοχημεία, για ουσίες, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία) που είναι απαραίτητος σε μικρές ποσότητες για τη σωστή λειτουργία και ανάπτυξη ενός οργανισμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροθρεπτικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μικροθρεπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μικροθρεπτικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr