μικρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολογία < αρχαία ελληνική μικρολογία < μικρολογέομαι < μικρολόγος < μικρός + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + -λογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρολογία θηλυκό
- η ενασχόληση με ασημαντότητες, η συζήτηση για μηδαμινά ζητήματα, η μικροπρεπής συζήτηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μικρολόγα
- μικρολόγημα
- μικρολογιά
- μικρολόγος / μικρόλογος
- μικρολογώ
- → δείτε τις λέξεις μικρός, λόγος και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)