μικρομεσαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.meˈse.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐με‐σαί‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρομεσαίος, -α, -ο
- (οικονομία) που τοποθετείται / κατατάσσεται στα μικρά / ασθενέστερα ή μεσαία κοινωνικά ή οικονομικά στρώματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρομεσαίος αρσενικό (θηλυκό μικρομεσαία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρομεσαίος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)