νέκταρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νέκταρ | ||
γενική | του | νέκταρος | ||
αιτιατική | το | νέκταρ | ||
κλητική | νέκταρ | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέκταρ < αρχαία ελληνική νέκταρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέκταρ ουδέτερο
- το ποτό των θεών (σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία)
- (κατ' επέκταση) δροστιστικό ποτό από χυμό φρούτων ή λαχανικών, με προσθήκη νερού και ζάχαρης ή γλυκαντικών
- (μεταφορικά) εύγευστο ποτό, κρασί κ.λπ.
- ο χυμός των λουλουδιών που οι μέλισσες μετατρέπουν σε μέλι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέκταρ ουδέτερο