νέκταρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νέκταρ | ||
γενική | του | νέκταρος | ||
αιτιατική | το | νέκταρ | ||
κλητική | νέκταρ | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νέκταρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέκταρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέκταρ ουδέτερο
- (ελληνική μυθολογία) το ποτό των θεών (σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία)
- (κατ’ επέκταση) δροσιστικό ποτό από χυμό φρούτων ή λαχανικών, με προσθήκη νερού και ζάχαρης ή γλυκαντικών
- (μεταφορικά) εύγευστο ποτό, κρασί κ.λπ.
- (βοτανική) ο χυμός των λουλουδιών που οι μέλισσες μετατρέπουν σε μέλι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νέκταρ | ||
γενική | τοῦ | νέκταρος | ||
δοτική | τῷ | νέκταρῐ | ||
αιτιατική | τὸ | νέκταρ | ||
κλητική ὦ! | νέκταρ | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἔαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νέκταρ < πιθανόν νέκυς (θάνατος). Για το δεύτερο συνθετικό υπάρχει αβεβαιότητα. Κατ' άλλη άποψη, ασιατικό δάνειο.[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέκταρ ουδέτερο
- (ελληνική μυθολογία)το ποτό των θεών (σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- νέκταρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νέκταρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἄορ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄορ' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)