νεοτενία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεοτενία οι νεοτενίες
      γενική της νεοτενίας των νεοτενιών
    αιτιατική τη νεοτενία τις νεοτενίες
     κλητική νεοτενία νεοτενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοτενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική neotenie [1] < αρχαία ελληνική νεο- + τείνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.o.teˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐τε‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοτενία θηλυκό

  • (ανθρωπολογία) η επιβράδυνση ή καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης, η διατήρηση στην ενηλικίωση νεανικών χαρακτηριστικών, η παράταση της παιδικής ηλικίας και η καθυστέρηση την ωριμότητας
 συνώνυμα: παιδομορφισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. neoteny - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • νεοτενία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)