νομοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.mo.te.xniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μο‐τε‐χνι‐κός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομοτεχνικός αρσενικό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) επαγγελματίας που ασχολείται με την τεχνική αξιολόγηση των νόμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομοτεχνικός
|
Επίθετο[επεξεργασία]
νομοτεχνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά την τεχνική αξιολόγηση ενός νόμου
- ↪ νομοτεχνική επιτροπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομοτεχνικός
|
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα νομο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)