ξηροθερμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηροθερμικός η ξηροθερμική το ξηροθερμικό
      γενική του ξηροθερμικού της ξηροθερμικής του ξηροθερμικού
    αιτιατική τον ξηροθερμικό την ξηροθερμική το ξηροθερμικό
     κλητική ξηροθερμικέ ξηροθερμική ξηροθερμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηροθερμικοί οι ξηροθερμικές τα ξηροθερμικά
      γενική των ξηροθερμικών των ξηροθερμικών των ξηροθερμικών
    αιτιατική τους ξηροθερμικούς τις ξηροθερμικές τα ξηροθερμικά
     κλητική ξηροθερμικοί ξηροθερμικές ξηροθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηροθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: xerothermic < αρχαία ελληνική ξηρός + θερμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.ro.θer.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξη‐ρο‐θερ‐μι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ξηροθερμικός

  1. που ευδοκιμεί σε ζεστές και ξηρές συνθήκες ή κατάσταση
  2. για περιοχή με θερμές και ξηρές συνθήκες, που περικλείεται από περιοχές πιο υγρές και κρύες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]