ξηροθερμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξηροθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: xerothermic < αρχαία ελληνική ξηρός + θερμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.ro.θer.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξη‐ρο‐θερ‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ξηροθερμικός
- που ευδοκιμεί σε ζεστές και ξηρές συνθήκες ή κατάσταση
- για περιοχή με θερμές και ξηρές συνθήκες, που περικλείεται από περιοχές πιο υγρές και κρύες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξηροθερμικός