ολοπόρφυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοπόρφυρος < αρχαία ελληνική ὁλοπόρφυρος < ὅλος + πορφύρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.loˈpoɾ.fi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐πόρ‐φυ‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
ολοπόρφυρος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοπόρφυρος