οργανικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανικισμός < οργανικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργανικισμός αρσενικό
- φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ζωή οφείλεται στα όργανα και όχι σε κάποια δύναμη που τα κινεί
- ιατρική θεωρία που αποδίδει την ασθένεια σε βλάβη του αντίστοιχου οργάνου
- κοινωνική θεωρία που θεωρεί την κοινωνία ως ζώντα οργανισμό, και παρουσιάζει τα κοινωνικά φαινόμενα περίπου ως βιολογικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανικισμός