οργανωσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανωσιακός < αγγλική organizational ή γαλλική organisationnel. Μορφολογικά αναλύεται σε οργάνωσ(η) + -ιακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.ɣa.no.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γα‐νω‐σι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
οργανωσιακός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την οργάνωση κυρίως κάποιου φορέα
- ※ Τα τελευταία χρόνια η παρακίνηση των εργαζομένων έχει επανακτήσει το ενδιαφέρον της στην επιστημονική κοινότητα, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, πληθωρισμού, ανεργίας, χαμηλών αποδοχών, φτωχοποίησης κοινωνικών ομάδων και όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων. Στην ερμηνεία της παρακίνησης, πέραν της οργανωσιακής/εργασιακής ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της διοικητικής επιστήμης, εμπλέκονται η νευροεπιστήμη, η βιολογία και η εξελικτική ψυχολογία.
- Μάρκοβιτς, Γιάννης (4 Οκτωβρίου 2022), Παρακίνηση και οργανωσιακή επίδοση στον εργασιακό χώρο, voria.gr
- ※ Τα τελευταία χρόνια η παρακίνηση των εργαζομένων έχει επανακτήσει το ενδιαφέρον της στην επιστημονική κοινότητα, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, πληθωρισμού, ανεργίας, χαμηλών αποδοχών, φτωχοποίησης κοινωνικών ομάδων και όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων. Στην ερμηνεία της παρακίνησης, πέραν της οργανωσιακής/εργασιακής ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της διοικητικής επιστήμης, εμπλέκονται η νευροεπιστήμη, η βιολογία και η εξελικτική ψυχολογία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανωσιακός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- οργανωσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)