οργανωσιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανωσιακός η οργανωσιακή το οργανωσιακό
      γενική του οργανωσιακού της οργανωσιακής του οργανωσιακού
    αιτιατική τον οργανωσιακό την οργανωσιακή το οργανωσιακό
     κλητική οργανωσιακέ οργανωσιακή οργανωσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανωσιακοί οι οργανωσιακές τα οργανωσιακά
      γενική των οργανωσιακών των οργανωσιακών των οργανωσιακών
    αιτιατική τους οργανωσιακούς τις οργανωσιακές τα οργανωσιακά
     κλητική οργανωσιακοί οργανωσιακές οργανωσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργανωσιακός < αγγλική organizational ή γαλλική organisationnel. Μορφολογικά αναλύεται σε οργάνωσ(η) + -ιακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oɾ.ɣa.no.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐γα‐νω‐σι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

οργανωσιακός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με την οργάνωση κυρίως κάποιου φορέα
    ※  Τα τελευταία χρόνια η παρακίνηση των εργαζομένων έχει επανακτήσει το ενδιαφέρον της στην επιστημονική κοινότητα, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, πληθωρισμού, ανεργίας, χαμηλών αποδοχών, φτωχοποίησης κοινωνικών ομάδων και όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων. Στην ερμηνεία της παρακίνησης, πέραν της οργανωσιακής/εργασιακής ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της διοικητικής επιστήμης, εμπλέκονται η νευροεπιστήμη, η βιολογία και η εξελικτική ψυχολογία.
    Μάρκοβιτς, Γιάννης (4 Οκτωβρίου 2022), Παρακίνηση και οργανωσιακή επίδοση στον εργασιακό χώρο, voria.gr

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • οργανωσιακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)