πέργκολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέργκολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pergola < λατινική pergula < pergo < per + rego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃réǵeti < *h₃reǵ-- (ευθυγραμμίζω, ισιώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέργκολα θηλυκό
- καφασωτή κατασκευή πάνω στην οποία πλέκονται αναρριχώμενα φυτά και χρησιμοποιείται για σκίαση ή για διαχωριστικό
- είδος ανοιγοκλειόμενης τέντας
- αυθαίρετες κατασκευές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)