παροξυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παροξυντικός η παροξυντική το παροξυντικό
      γενική του παροξυντικού της παροξυντικής του παροξυντικού
    αιτιατική τον παροξυντικό την παροξυντική το παροξυντικό
     κλητική παροξυντικέ παροξυντική παροξυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παροξυντικοί οι παροξυντικές τα παροξυντικά
      γενική των παροξυντικών των παροξυντικών των παροξυντικών
    αιτιατική τους παροξυντικούς τις παροξυντικές τα παροξυντικά
     κλητική παροξυντικοί παροξυντικές παροξυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροξυντικός < αρχαία ελληνική παροξυντικός[1] < παροξύνω

Επίθετο[επεξεργασία]

παροξυντικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • παροξυντικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • παροξυντικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. παροξυντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.