πετρογενετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρογενετικός η πετρογενετική το πετρογενετικό
      γενική του πετρογενετικού της πετρογενετικής του πετρογενετικού
    αιτιατική τον πετρογενετικό την πετρογενετική το πετρογενετικό
     κλητική πετρογενετικέ πετρογενετική πετρογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρογενετικοί οι πετρογενετικές τα πετρογενετικά
      γενική των πετρογενετικών των πετρογενετικών των πετρογενετικών
    αιτιατική τους πετρογενετικούς τις πετρογενετικές τα πετρογενετικά
     κλητική πετρογενετικοί πετρογενετικές πετρογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική petrogenetic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pétrogénétique[1] < αρχαία ελληνική πέτρα + γένεσις

Επίθετο[επεξεργασία]

πετρογενετικός

  1. που έχει σχέση με την πετρογένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πετρογενετική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πετρογενετικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)