προσωποκεντρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωποκεντρικός η προσωποκεντρική το προσωποκεντρικό
      γενική του προσωποκεντρικού της προσωποκεντρικής του προσωποκεντρικού
    αιτιατική τον προσωποκεντρικό την προσωποκεντρική το προσωποκεντρικό
     κλητική προσωποκεντρικέ προσωποκεντρική προσωποκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωποκεντρικοί οι προσωποκεντρικές τα προσωποκεντρικά
      γενική των προσωποκεντρικών των προσωποκεντρικών των προσωποκεντρικών
    αιτιατική τους προσωποκεντρικούς τις προσωποκεντρικές τα προσωποκεντρικά
     κλητική προσωποκεντρικοί προσωποκεντρικές προσωποκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωποκεντρικός < πρόσωπ(ο) + -ο- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pro.so.po.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐πο‐κε‐ντρι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

προσωποκεντρικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεαι με το άτομο, με συγκεκριμένο άνθρωπο
    προσωποκεντρική θεραπεία
    χρειάζεται παράθεμα
  2. που βασίζεται μόνο σε έναν άνθρωπο
    προσωποκεντρικό κόμμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]