προσωποκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωποκεντρικός < πρόσωπ(ο) + -ο- + κεντρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pro.so.po.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσωποκεντρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεαι με το άτομο, με συγκεκριμένο άνθρωπο
- ↪ προσωποκεντρική θεραπεία
- → χρειάζεται παράθεμα
- που βασίζεται μόνο σε έναν άνθρωπο
- ↪ προσωποκεντρικό κόμμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωποκεντρικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)