ρήγαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρήγαινα | οι | ρήγαινες |
γενική | της | ρήγαινας | — | |
αιτιατική | τη | ρήγαινα | τις | ρήγαινες |
κλητική | ρήγαινα | ρήγαινες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρήγαινα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρήγαινα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾi.ʝe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρή‐γαι‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρήγαινα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό ιδίως στη γλώσσα των παραμυθιών, ή ιδιωματικό) [1] θηλυκό του ρήγας, η βασίλισσα, η γυναίκα του βασιλιά
- άλλες μορφές: ρήγισσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ρήγας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βασιλιάς
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρήγας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρήγαινα < ρήγ(ας) + κατάληξη θηλυκού -αινα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Δείτε και τη λατινική regina.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρήγαινα θηλυκό
- συνώνυμο του βασίλισσα
- και μεσαιωνικά κυπριακά ※ 13ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Eξήγησις της γλυκείας χώρας Kύπρου - ⌘ Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ※ 14ος αιώνας ⌘ Ανώνυμος, Χρονικόν του Μορέως, Η 6015 (χφ Havniensis (Κοπεγχάγης) 57 του 1375‑1385)
- ἀξιοπαρακαλεῖ τον νὰ ἔλθει& γραφή: νὰ ἔλθῃ μὲ τὴν ρήγαιναν
- (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρηγαινικός - ῥηγαινικός μαρτυρημένος τύπος: ῥιγεννική
→ δείτε τις λέξεις ρήγας και ρήξ
Πηγές
[επεξεργασία]- ῥήγαινα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.208-209, Τόμος 19, συμπλήρωμα στο Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αινα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά κυπριακά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)