σεξουαλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεξουαλικότητα < σεξουαλικ(ός) + -ότης > -ότητα [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.ksu.a.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ξου‐α‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεξουαλικότητα θηλυκό
- το σεξουαλικό ένστικτο και η εκδήλωσή του για κάθε άτομο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σεξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεξουαλικότητα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σεξουαλικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας