σκιάχτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκιάχτρο | τα | σκιάχτρα |
γενική | του | σκιάχτρου | των | σκιάχτρων |
αιτιατική | το | σκιάχτρο | τα | σκιάχτρα |
κλητική | σκιάχτρο | σκιάχτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsca.xtɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκιά‐χτρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιάχτρο ουδέτερο
- ομοίωμα ανθρώπου με τρομακτικά χαρακτηριστικά για να απωθεί τα πτηνά από τις καλλιέργειες
- (μεταφορικά) ο πολύ αδύνατος και ασθενικός άνθρωπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιάχτρο
[επεξεργασία]
- ↑ σκιάχτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.