συγκαμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκαμένος η συγκαμένη το συγκαμένο
      γενική του συγκαμένου της συγκαμένης του συγκαμένου
    αιτιατική τον συγκαμένο τη συγκαμένη το συγκαμένο
     κλητική συγκαμένε συγκαμένη συγκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκαμένοι οι συγκαμένες τα συγκαμένα
      γενική των συγκαμένων των συγκαμένων των συγκαμένων
    αιτιατική τους συγκαμένους τις συγκαμένες τα συγκαμένα
     κλητική συγκαμένοι συγκαμένες συγκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκαμένος: μετοχή παρακειμένου του ρήματος συγκαίγομαι και συγκαίομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + καμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɡaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκα‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

συγκαμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]