συλλυπητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συλλυπητήριος < συλλυπούμαι + -τήριος < αρχαία ελληνική συλλυπέω < σύν + λύπη
Επίθετο
[επεξεργασία]συλλυπητήριος, -α, -ο
- (λόγιο) που έχει σχέση με συλλυπητήρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα εκφράζει
- (ουσιαστικοποιημένο) συλλυπητήρια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συλλυπητήριος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)