συντετριμμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντετριμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρίβω
Μετοχή
[επεξεργασία]συντετριμμένος, -η, -ο και συντριμμένος
συντετριμμένος, -η, -ο και συντριμμένος