συρρικνωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρρικνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συρρικνώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ɾi.knoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐ρι‐κνω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
συρρικνωμένος, -η, -ο
- που έχει συρρικνωθεί