τάραχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάραχος < αρχαία ελληνική τάραγμα < ταράσσω / ταράττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάραχος ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ταράζω / ταράσσω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- περνώ / τραβώ των παθών μου τον τάραχο: ταλαιπωρούμαι ή στενοχωριέμαι πολύ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τάραχος
|