ταξιαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταξιαρχία < αρχαία ελληνική ταξιαρχία < ταξίαρχος < τάξις + ἄρχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ksi.arˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐αρ‐χί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταξιαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική μονάδα, υπομονάδα της μεραρχίας, που διοικείται από ταξίαρχο, και περιλαμβάνει υπό ενιαία διοίκηση μονάδες και υπομονάδες διαφόρων όπλων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ταξιαρχία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)