υλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλισμός οι υλισμοί
      γενική του υλισμού των υλισμών
    αιτιατική τον υλισμό τους υλισμούς
     κλητική υλισμέ υλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλισμός < ύλη + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική matérialisme. Δείτε και την ελληνιστική λέξη ὑλισμός με σημασία «φιλτράρισμα»[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υλισμός αρσενικό (ο πληθυντικός κυρίως στον προφορικό λόγο)

  • (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο υποστηρίζει πως το σύμπαν αποτελείται κυρίως από ύλη και από ενέργεια την οποία επίσης θεωρεί ως αμιγή μορφή ύλης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. διαλεκτικός υλισμός: οι αλλαγές στην ύλη και στη ζωή μέσα από την πάλη των τάξεων και των αντιθέτων
    ιστορικός υλισμός: η θεώρηση της ιστορίας από υλιστική σκοπιά
    επιστημονικός υλισμός: η εξέταση φυσικών φαινομένων με βάση αποκλειστικά τους φυσικούς νόμους

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]