υπερπόντιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπόντιος < αρχαία ελληνική ὑπερπόντιος < ὑπέρ + πόντος (θάλασσα)
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερπόντιος, -α / -ος, -ο
- που βρίσκεται, αναφέρεται ή γίνεται πέρα απ' τη θάλασσα, π.χ. πέρα από τον Ατλαντικό για τις ευρωπαϊκές χώρες