υπερχρονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερχρονικός η υπερχρονική το υπερχρονικό
      γενική του υπερχρονικού της υπερχρονικής του υπερχρονικού
    αιτιατική τον υπερχρονικό την υπερχρονική το υπερχρονικό
     κλητική υπερχρονικέ υπερχρονική υπερχρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερχρονικοί οι υπερχρονικές τα υπερχρονικά
      γενική των υπερχρονικών των υπερχρονικών των υπερχρονικών
    αιτιατική τους υπερχρονικούς τις υπερχρονικές τα υπερχρονικά
     κλητική υπερχρονικοί υπερχρονικές υπερχρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερχρονικός < υπερ- + χρονικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supertemporal[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερχρονικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. υπερχρονικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)