φυλλοξήρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλλοξήρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική phylloxera < αρχαία ελληνική φύλλον + ξηρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυλλοξήρα θηλυκό (κλίνεται στον πληθυντικό το έντομο και όχι η ασθένεια)
- (έντομο) μικρές αφίδες, έντομα με διεθνή ονομασία "phylloxéra vastatrix" και "daktulosphaira vitifoliae" της οικογένειας των φυλλοξηριδών και του γένους των δακτυλόσφαιρων, με περίπου 30 είδη, τα περισσότερα από τα οποία προκαλούν στα φυτά την ομώνυμη ασθένεια
- (βοτανική) ασθένεια που καταστρέφει το ριζικό σύστημα και το φύλλο των φυτών -ειδικά των αμπελιών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιφυλλοξηρικός
- φυλλοξηρικός
- → δείτε τις λέξεις φύλλο και ξερός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φυλλοξήρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυλλοξήρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)