φωνασκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωνασκός | οι | φωνασκοί |
γενική | του | φωνασκού | των | φωνασκών |
αιτιατική | τον | φωνασκό | τους | φωνασκούς |
κλητική | φωνασκέ | φωνασκοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνασκός < (ελληνιστική κοινή) φωνασκός < αρχαία ελληνική φωνή + ἀσκέω / ἀσκῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνασκός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνασκός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φωνασκός | οἱ | φωνασκοί |
γενική | τοῦ | φωνασκοῦ | τῶν | φωνασκῶν |
δοτική | τῷ | φωνασκῷ | τοῖς | φωνασκοῖς |
αιτιατική | τὸν | φωνασκόν | τοὺς | φωνασκούς |
κλητική ὦ! | φωνασκέ | φωνασκοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωνασκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωνασκοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνασκός < αρχαία ελληνική φωνή + ἀσκέω / ἀσκῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνασκός αρσενικό ή θηλυκό
- ((ελληνιστική κοινή)) που διδάσκει απαγγελία και ωδική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)