φωνόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωνόμετρο | τα | φωνόμετρα |
γενική | του | φωνόμετρου & φωνομέτρου |
των | φωνόμετρων & φωνομέτρων |
αιτιατική | το | φωνόμετρο | τα | φωνόμετρα |
κλητική | φωνόμετρο | φωνόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωνόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phonomètre[1] < phono- + -mètre < αρχαία ελληνική φωνή + μέτρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /foˈno.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐νό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωνόμετρο ουδέτερο
- όργανο που μετρά την οξύτητα της φωνής, διά του οποία πραγματοποιείται η φωνομετρία
- συσκευή που ελέγχει την ποιότητα των μικρόφωνων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωνόμετρο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φωνόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
dyrdr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)