χορτασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χορταίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xoɾ.taˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χορ‐τα‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
χορτασμένος, -η, -ο
- ο χορτάτος, αυτός που έχει χορτάσει από κάτι (τροφή ή ό,τι άλλο έκρινε πως χρειαζόταν)
- ※ Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ’ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι.
- Κώστας Βάρναλης, Ο μονόλογος του Μώμου (greek‑language.gr), Ποιητική συλλογή Το φως που καίει
- ※ Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ’ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι.