χωνεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xo.neˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
χωνεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χωνεύω
χωνεμένος, -η, -ο