ἀπολωλώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀπολωλώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ἀπόλωλα) του ρήματος ἀπόλλυμι με σημασία μέσης διάθεσης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀπολωλεκώς (του παρακειμένου ἀπολώλεκα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)