ἐξηφρισμένος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐξηφρισμένος (ελληνιστική κοινή): μετοχή παρακειμένου για την αρχαία ελληνική ἐξαφρίζομαι (ελληνιστικός ενεργητικός τύπος: *ἐξαφρίζω)
Μετοχή
[επεξεργασία]ἐξηφρισμένος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου) (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή παρακειμένου του μεσοπαθητικού ρήματος ἐξαφρίζομαι
- ⮡ τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι] (στον Διοσκουρίδη Dsc. 2.82.3)
Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἐξαφρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Μετοχές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)