ἐρεμνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐρεμνός ἐρεμνή τὸ ἐρεμνόν
      γενική τοῦ ἐρεμνοῦ τῆς ἐρεμνῆς τοῦ ἐρεμνοῦ
      δοτική τῷ ἐρεμν τῇ ἐρεμν τῷ ἐρεμν
    αιτιατική τὸν ἐρεμνόν τὴν ἐρεμνήν τὸ ἐρεμνόν
     κλητική ! ἐρεμνέ ἐρεμνή ἐρεμνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρεμνοί αἱ ἐρεμναί τὰ ἐρεμνᾰ́
      γενική τῶν ἐρεμνῶν τῶν ἐρεμνῶν τῶν ἐρεμνῶν
      δοτική τοῖς ἐρεμνοῖς ταῖς ἐρεμναῖς τοῖς ἐρεμνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐρεμνούς τὰς ἐρεμνᾱ́ς τὰ ἐρεμνᾰ́
     κλητική ! ἐρεμνοί ἐρεμναί ἐρεμνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρεμνώ τὼ ἐρεμνᾱ́ τὼ ἐρεμνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐρεμνοῖν τοῖν ἐρεμναῖν τοῖν ἐρεμνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρεμνός < ἐρεβεννός < ἔρεβος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐρεμνός, -ή, -όν

  1. μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 606 (606-608)
    ὁ δ᾽ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς, | γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν, | δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.
    εκείνος όμως, σαν τη μαύρη νύχτα, | κρατώντας το δοξάρι του γυμνό, το βέλος στη χορδή, | έστρεφε ολόγυρα το βλέμμα του άγριο, σαν έτοιμος κάθε στιγμή να βρει τον στόχο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 758 (758-759)
    ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί·
    Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε, | ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 376 (374-376)
    ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ | κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις | ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
    και πέφτοντας σε βόδια | ελικοκέρατα, κοπάδια διαλεχτά, | στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  2. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]