Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Εναλλαγή
Αρχαία ελληνικά
(grc)
υποενότητας
1.1
Μετοχή
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ἠγγυημένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
:
εγγυημένος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
[
επεξεργασία
]
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἠγγυημέν
ος
ἡ
ἠγγυημέν
η
τὸ
ἠγγυημέν
ον
γενική
τοῦ
ἠγγυημέν
ου
τῆς
ἠγγυημέν
ης
τοῦ
ἠγγυημέν
ου
δοτική
τῷ
ἠγγυημέν
ῳ
τῇ
ἠγγυημέν
ῃ
τῷ
ἠγγυημέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἠγγυημέν
ον
τὴν
ἠγγυημέν
ην
τὸ
ἠγγυημέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἠγγυημέν
ε
ἠγγυημέν
η
ἠγγυημέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἠγγυημέν
οι
αἱ
ἠγγυημέν
αι
τὰ
ἠγγυημέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἠγγυημέν
ων
τῶν
ἠγγυημέν
ων
τῶν
ἠγγυημέν
ων
δοτική
τοῖς
ἠγγυημέν
οις
ταῖς
ἠγγυημέν
αις
τοῖς
ἠγγυημέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἠγγυημέν
ους
τὰς
ἠγγυημέν
ᾱς
τὰ
ἠγγυημέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἠγγυημέν
οι
ἠγγυημέν
αι
ἠγγυημέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἠγγυημέν
ω
τὼ
ἠγγυημέν
ᾱ
τὼ
ἠγγυημέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἠγγυημέν
οιν
τοῖν
ἠγγυημέν
αιν
τοῖν
ἠγγυημέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
ἠγγυημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ἐγγυάω
(
παθητικό:
ἐγγυάομαι
/
ἐγγυῶμαι
)
νέα ελληνικά
:
εγγυημένος
Κατηγορίες
:
Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
Αρχαία ελληνικά
Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ἠγγυημένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος