ἡδυπότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡδυπότης οἱ ἡδυπόται
      γενική τοῦ ἡδυπότου τῶν ἡδυποτῶν
      δοτική τῷ ἡδυπότ τοῖς ἡδυπόταις
    αιτιατική τὸν ἡδυπότην τοὺς ἡδυπότᾱς
     κλητική ! ἡδυπότ ἡδυπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡδυπότ
γεν-δοτ τοῖν  ἡδυπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἡδυπότης < ἡδυ- + -πότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἡδυπότης, -ου αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) (προσωνύμιο του Διονύσου) που αγαπά το ποτό, λάτρης του ποτού
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 78 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ηὔλει δὴ Γλαύκης μεμεθυσμένα παίγνια Μουσέων
    ἢ τὸν ἐν ἀκρήτοις Βάτταλον ἡδυπότην
  2. (ελληνιστική κοινή) (για αμπέλι) αυτό που παράγει καλό και γλυκό κρασί
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 12.249, @scaife.perseus
    καὶ στέφος ἱμερόεν περιβάλλομαι, ἡδυπότην δὲ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]