ἱερωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ιερωμένος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἱερωμένος ἱερωμένη τὸ ἱερωμένον
      γενική τοῦ ἱερωμένου τῆς ἱερωμένης τοῦ ἱερωμένου
      δοτική τῷ ἱερωμέν τῇ ἱερωμέν τῷ ἱερωμέν
    αιτιατική τὸν ἱερωμένον τὴν ἱερωμένην τὸ ἱερωμένον
     κλητική ! ἱερωμένε ἱερωμένη ἱερωμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἱερωμένοι αἱ ἱερωμέναι τὰ ἱερωμέν
      γενική τῶν ἱερωμένων τῶν ἱερωμένων τῶν ἱερωμένων
      δοτική τοῖς ἱερωμένοις ταῖς ἱερωμέναις τοῖς ἱερωμένοις
    αιτιατική τοὺς ἱερωμένους τὰς ἱερωμένᾱς τὰ ἱερωμέν
     κλητική ! ἱερωμένοι ἱερωμέναι ἱερωμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἱερωμένω τὼ ἱερωμέν τὼ ἱερωμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἱερωμένοιν τοῖν ἱερωμέναιν τοῖν ἱερωμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ἱερωμένος, -η, -ον