-τερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -τερος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τερός η -τερή το -τερό
      γενική του -τερού της -τερής του -τερού
    αιτιατική τον -τερό τη(ν) -τερή το -τερό
     κλητική -τερέ -τερή -τερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τεροί οι -τερές τα -τερά
      γενική των -τερών των -τερών των -τερών
    αιτιατική τους -τερούς τις -τερές τα -τερά
     κλητική -τεροί -τερές -τερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-τερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τερός, επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /teˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τε‐ρός

Επίθημα[επεξεργασία]

-τερός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-τερός < επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]

Επίθημα[επεξεργασία]

-τερός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]