forward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
forward (en)
- μπροστινός
- προχωρημένος
- προνοητικός, αυτός που σκέφτεται για το μέλλον
- forward thinking / προνοητική ή προχωρημένη σκέψη
Σύνθετα[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
forward (en)
- προς τα εμπρός
- έπειτα, μελλοντικά
- From this time forward, he was a different person
- Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ήταν διαφορετικός άνθρωπος
- From this time forward, he was a different person
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forward | forwards |
forward (en)
- (αθλητισμός) επιθετικός
- (οικονομία) σύντμηση του forward contract
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | forward |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forwards |
αόριστος | forwarded |
παθητική μετοχή | forwarded |
ενεργητική μετοχή | forwarding |
forward (en)
- προωθώ
- Can you please forward this email to me?
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου προωθήσεις αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα;
- Can you please forward this email to me?