τσεκούρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:τσεκούρι |
|||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|топор}} |
|||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 12:12, 7 Μαρτίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
γενική | του | τσεκουριού | των | τσεκουριών |
αιτιατική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
κλητική | τσεκούρι | τσεκούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τσεκούρι < μεσαιωνική ελληνική τσεκούριον < ελληνιστική σεκούριον < Πρότυπο:ετυμ la securis
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τσεκούρι ουδέτερο
- εργαλείο για το κόψιμο δέντρων ή ξύλων, αποτελούμενο από ξύλινη λαβή και βαριά κεφαλή με κοφτερή άκρη
- παλιό πολεμικό όπλο
- (μεταφορικά) απορριπτική βαθμολογία σε σχολικό μάθημα· ο αυστηρός βαθμολογητής
- φημολογείται ότι με το νέο καθηγητή θα πέσει τσεκούρι στη φυσική
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσεκούρι
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τσεκουρι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τσεκούρι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τσεκουρι».