συγκέντρωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
→{{ουσιαστικό|el}}: +ορισμοί+παράδειγμα |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# [[κατάσταση]] στην οποία κάποιος [[σκέφτομαι|σκέφτεται]] μόνο για κάτι [[συγκεκριμένος|συγκεκριμένο]], η ενέργεια του ρήματος [[συγκεντρώνομαι]] |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
# {{χημ}} [[ποσότητα]] μιας [[ουσία|ουσίας]] σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας |
|||
#: ''Η '''συγκέντρωση''' αλάτων στο νερό είναι απαγορετυική για να το πιει κάποιος.'' |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 09:25, 11 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκέντρωση | οι | συγκεντρώσεις |
γενική | της | συγκέντρωσης* | των | συγκεντρώσεων |
αιτιατική | τη | συγκέντρωση | τις | συγκεντρώσεις |
κλητική | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συγκέντρωση < ελληνιστική συγκέντρωσις < συγκεντρῶ
Ουσιαστικό
συγκέντρωση θηλυκό
- κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο, η ενέργεια του ρήματος συγκεντρώνομαι
- Πρότυπο:χημ ποσότητα μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας
- Η συγκέντρωση αλάτων στο νερό είναι απαγορετυική για να το πιει κάποιος.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συγκεντρώνω
Μεταφράσεις
συγκέντρωση
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «συγκεντρωση'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'συγκέντρωση'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «συγκεντρωση».