κρίση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'λύση'}}
{{el-κλίσ-'λύση'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < αγγλικη λέξη ειναι crisis
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|κρίσις}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 20:27, 20 Νοεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση οι κρίσεις
      γενική της κρίσης* των κρίσεων
    αιτιατική την κρίση τις κρίσεις
     κλητική κρίση κρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις

Ουσιαστικό

κρίση

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
    το αφήνω στην κρίση σας
  2. η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
    οικονομική κρίση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις