σκηνή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
→‎Ετυμολογία: Ακόμη και αρχαίος αν είσαι, θα ετυμολογηθείς όπως όλοι μας! Εδώ είναι λεξικό.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|σκηνή]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|σκηνή]] < να προστεθεί ετυμολογία

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
[[Αρχείο:CampingTentSetUp4300ppx8.jpg|thumb|250px|σκηνή για κάμπινγκ]]
[[Αρχείο:CampingTentSetUp4300ppx8.jpg|thumb|250px|σκηνή για κάμπινγκ]]

Αναθεώρηση της 14:47, 16 Ιουλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνή οι σκηνές
      γενική της σκηνής των σκηνών
    αιτιατική τη σκηνή τις σκηνές
     κλητική σκηνή σκηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκηνή < αρχαία ελληνική σκηνή < να προστεθεί ετυμολογία

Ουσιαστικό

Αρχείο:CampingTentSetUp4300ppx8.jpg
σκηνή για κάμπινγκ

σκηνή θηλυκό

  1. Ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
  2. υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
  3. τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
  4. (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
    οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
  5. το σκηνικό μιας παράστασης
  6. λέξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
    η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
  7. το θέατρο γενικότερα
    ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του
  8. ένα περιστατικό
    δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι
  9. ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
    η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος
  10. κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα

Εκφράσεις

  • επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης
  • κάνω σκηνή σε κάποιον: επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον
  • σκηνή ζηλοτυπίας → δείτε τη λέξη  ζηλοτυπία

Μεταφράσεις