αβαριάτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|it|el|avariato}} < [[avaria]] ([[αβαρία]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} [[avariato]] < [[avaria]] ([[ζημία]] [[πλοίο]]υ) < {{ετυμ ar}} [[عوارية]] (ʿawāriyya) < [[عوار]] (ʿawār) < [[عور]] (ʿawira: [[χάνω]] το ένα [[μάτι]], [[γίνομαι]] [[μονόφθαλμος]]) < [[ρίζα]] ع و ر ‎(ʿ-w-r)


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
Γραμμή 36: Γραμμή 36:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 53: Γραμμή 52:
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 11:09, 22 Οκτωβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαριάτος η αβαριάτη το αβαριάτο
      γενική του αβαριάτου της αβαριάτης του αβαριάτου
    αιτιατική τον αβαριάτο την αβαριάτη το αβαριάτο
     κλητική αβαριάτε αβαριάτη αβαριάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαριάτοι οι αβαριάτες τα αβαριάτα
      γενική των αβαριάτων των αβαριάτων των αβαριάτων
    αιτιατική τους αβαριάτους τις αβαριάτες τα αβαριάτα
     κλητική αβαριάτοι αβαριάτες αβαριάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβαριάτος < ιταλική avariato < avaria (αβαρία)

Επίθετο

αβαριάτος, -η, -ο

  1. εμπόρευμα προερχόμενο από ζημία (αβαρία)
  2. φθορά ή αλλοίωση από μη ενδεδειγμένη χρήση
  3. (μεταφορικά) ατημέλητος, ασουλούπωτος

Μεταφράσεις